διχροΐτης

διχροΐτης
Ορυκτό, ενδιάμεσο πυριτικό άλας, με χημικό τύπο Mg2Al4Si5O18. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, έχει συνήθως μπλε χρώμα σε διάφορες αποχρώσεις, καθώς και τεφρό, πράσινο και κίτρινο. Έχει ειδικό βάρος 2,6, σκληρότητα 7-7,5 και παρουσιάζει κογχώδη σχισμό. Ο δ. αποτελεί κυρίως συστατικό των γνευσίων, των γρανιτών και άλλων εκρηξιγενών πετρωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κορδιερίτης — ο (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό με γαλάζιο χρώμα που απαντά με τη μορφή κρυστάλλων ή κόκκων σε εκρηξιγενή πετρώματα μόνο ως αποτέλεσμα ρύπανσης τού μάγματος από ένα αργιλικό ίζημα, αλλ. διχροΐτης ή ιόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”